- μελάμπεπλος
- μελάμπεπλοςblack-robedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελάμπεπλος — μελάμπεπλος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Θανάτου και τής Νύκτας) αυτός που φορά μαύρο πέπλο, μαυροντυμένος 2. μαύρος («μελάμπεπλος στολή», Ευρ.) 3. (για φαράγγι, λάκκο, κοιλάδα) σκοτεινός, ζοφερός 4. (κατά τον Ησύχ.) «μελάμπεπλος πενθήρης». [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μελάμπεπλον — μελάμπεπλος black robed masc/fem acc sg μελάμπεπλος black robed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαμπέπλοις — μελάμπεπλος black robed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαμπέπλου — μελάμπεπλος black robed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαμπέπλους — μελάμπεπλος black robed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαμπέπλων — μελάμπεπλος black robed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μελαμφαρής — μελαμφαρής, ές (Α) αυτός που σκεπάζεται με μαύρο κάλυμμα, με μαύρο πέπλο, μελάμπεπλος* («μελαμφαρὲς σκότος», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φαρής (< φάρος «πέπλο, κάλυμμα»), πρβλ. μεγαλο φαρής] … Dictionary of Greek
μελαμπέπλωι — μελαμπέπλῳ , μελάμπεπλος black robed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)